Ο πυροτεχνουργός, από τον Στάθη Μπαλτουμά

Ο πυροτεχνουργός, από τον Στάθη Μπαλτουμά

Υπήρξε κάποτε σε ένα μικρό χωριό ένα αγόρι που τα όνειρα του ξεπερνούσαν το μπόι του,

 

 

το μυαλό του, τον χαρακτήρα του, τον κόσμο του, που μονάχα αυτόν είχε γνωρίσει και την όλη του διάθεση του να ειναι φυσιολογικός.

 

Υπήρξε μόνο μια φράση στην αρχή που έπειτα όλο και μεγάλωνε, όλο και έπαιρνε άλλες φράσεις μαζί της φτιάχνοντας ολόκληρο τρένο μονάχα απο στιγμές θάρρους και φιλοδοξίας. Στην αρχή ήταν, όπως προείπα, απλά μια φράση.

«Μου αρέσουν τα πυροτεχνήματα.»

Και έτσι ξεκίνησαν όλα όσα ξεκίνησαν με κόστος το θάρρος, την ευφυία και το πείσμα του να αλλάξει όλα όσα δεν του άρεσαν που είχαν να κάνουν με πιο καθημερινές χαρές , ανάγκες, στιγμές και κάθε λογής ποταπά πλάσματα, ιδέες και λέξεις που υπο άλλες συνθήκες θα του αποσπούσαν την προσοχή μέχρι να πεθάνει.

 

Και με αυτή τη φράση, λατρεύοντας τις φωτιές που διαλυόταν ανάμεσα σε αστέρια και αγέρα, βάλθηκε να φιλοδοξεί πράγματα τόσο μεγάλα που οι δικοί του, το χωριό του, ο εαυτός του βαθιά μέσα του, γνώριζαν πως η αλήθεια είναι ότι τα όνειρα είναι υπερβολικά μεγάλα για να χωρέσουν σε έναν τόσο μικρό κόσμο. Κι όμως.

 

Ξεκίνησε και έριξε την ζαριά και το ζάρι κύλησε, αργά στην αρχή, έπειτα πιο θαρρετά και στο τέλος στριφογυρνούσε σαν τρελό κάνοντας τούμπες και βόλτες πάνω στο δάπεδο της καθημερινότητας και σφοδρής αγωνίας που όλοι διακατέχουν μέσα στο σκοτάδι τους, φοβισμένοι απο το άπειρο.

«Θέλω να φτιάξω πυροτεχνήματα»

Ήταν η φράση που έκανε ολάκερο το σύμπαν να πυροδοτηθεί και να ξεκινήσει την δημιουργία του μέσα στο άπειρο του γαλαξία με την φτωχή του απασχόληση, δειλή στην αρχή, πιο θαρρετή μετέπειτα.

Και έτσι ξεκίνησε να ασχολείται με τα πυροτεχνήματα, τις κροτίδες και κάθε είδους στολίδι που μπορούσε να φτιάξει ο ίδιος με απλά και συνάμα πολυπόθητα υλικά στο μικρό χωριό του.

 

Στην αρχή δεν τα πήγαινε καλά, προσπαθούσε, προσπαθούσε, προσπαθούσε, σκληρότερα και πιο βίαια απο κάθε τι είχε προσπαθήσει να κάνει μα παρόλα αυτά, απλά τα αποτελέσματα του ήταν ποταπά. Φτωχικές λάμψεις και λιγοστές φιγούρες. Και τίποτα δεν τον ικανοποιούσε. Στην συνέχεια έγιναν κάπως καλύτερα. 

 

Άρχισαν να ποτίζουν το πνεύμα και τα μάτια του με λάμψη. Με λάμψη πολύχρωμη και πανέμορφη. Και μετά απο λίγο, οι ίδιες συνταγές δεν του έφταναν. Δεν ήταν αρκετά καλές. Δεν ήταν για την ακρίβεια, αυτό που ποθούσε, παρά ήταν μονάχα διεξοδικές λύσεις στην μανία του, και παροδικές στιγμές φρεσκάδας στο μυαλό του.

 

Παρόλα αυτά, κι ας φοβόταν την φωτιά οι συγχωριανοί του, τον παίνευαν. Γιατί κι ας μην ήταν τα καλύτερα πυροτεχνήματα, ήταν τα δικά τους πυροτεχνήματα. Και αυτό τα έκανε απο μόνα τους, ξεχωριστά κάτα κάποιο τρόπο. Έτσι το αγόρι συνέχισε. Πήρε θάρρος απο τα χαμόγελα και τις καλές κουβέντες και συνέχισε να σχηματίζει χρώματα και δάση στον ουρανό.

Φυσικά, υπήρχαν και αυτοί που δεν συμπαθούσαν το αγόρι. Ήταν απλοί κριτές, στωικοί, σκληροί ίσως και μάλλον, άδικοι. Απλά τον αποθάρρυναν. Του έκρυβαν τον ήλιο για λίγο, μα μονάχα για λίγο, μέχρι να ξαναεμφανιστεί με κάθε νέα λάμψη και φευγαλέα ικανοποίηση.

 

Τους έδινε σημασία κι ας ήξερε οτι τα λόγια του ήταν μαχαίρια και αλυσίδες που το μόνο που κατάφερναν ήταν να τον ρίξουν κάτω για λίγο κι ας συνέχιζε η φωτιά του να καίει άγαρμπα, κάπως αδύναμη στην αρχή και λίγο πιο τριζάτη στην συνέχεια.  

Και το αγόρι μέθυσε. Και τα πυροτεχνήματα του, εγιναν καλά. Αλλά όχι όσο καλά θα ήθελε. Απέκτησαν μια φινέτσα. Μια γνώριμη φινέτσα που την έβρισκες στο πρόσωπο του. Έτσι γίνηκαν και τα χρώματα, αποκτούσαν το καθορισμένο σχέδιο, με τον καθορισμένο τόνο και βάθος. Και ήταν όμορφα πυροτεχνήματα. Αρκετά όμορφα.

 

Δεν ήταν τα καλύτερα, ήθελαν πολύ προσπάθεια ακόμα, μα βρισκόταν σε ένα καλό σημείο. Και αυτό, ήταν αρκετό για λίγο. Και το ζάρι βόλταρε αργά. Και το αγόρι το έκανε. Πάλευε με τα συστατικά σαν ξορκισμένος μάγος στο εργαστήριο του, επιρρεπής σε βέλη και φωτιά απο αυτούς που καμιά αγάπη δεν του ‘τρέφαν.

 

Και έτσι ίδρωνε και πάσχιζε και οι μέρες και οι νύχτες περνούσαν με μικρές ανακαλύψεις και πειραματισμούς μέχρι που το αγόρι γίνηκε άντρας και ο άντρας ακόμα προσπαθούσε και ακόμα πάσχιζε κάτω απο τα αστέρια με μαυρισμένα χέρια και εγωιστικές προσευχές, αλαζονικές και υπεροπτικές απέναντι σε οποιονδήποτε άλλο τον κοιτούσε ή εστώ προσπαθούσε να σκεφτεί και ο ίδιος ή να κρυφτεί πίσω απο πολύχρωμη φωτιά.

Το αγόρι θεωρούσε τον εαυτό του μια μοναδική νιφάδα. Πανέμορφη, ξεχωριστή που βόλταρε μέσα στο μυαλό του και κάποια μέρα θα βόλταρε στο μυαλό του καθενός. Με οποιοδήποτε κόστος.

Και μέθυσε ακόμα περισσότερο ενώ οι συγχωριανοί του βαρέθηκαν και κουράστηκαν την στάχτη και τις εκρήξεις που τρόμαζαν ζώα που δεν τις καταλάβαιναν ή καμωνόταν πως τις καταλάβαιναν πίσω απο προσωπεία καμωμένης ευφυίας και συντροφικοτητας.

 

Και το ζάρι ξεκίνησε να κινείται πιο γρήγορα και να τον τραβάει στον χορό όπως τίποτα άλλο πιο πριν και ξεκίνησε να σκέφτεται με κρότους και να μιλά με αστέρινες πυγολαμπίδες. Και παρόλο που οι χωριανοί κουράστηκαν δεν σταμάτησε ποτέ.

 

Συνέχισε να φτιάχνει αυτό που ήταν καμωμένος και ο ίδιος να φτιάχνει, αυτό που γεννήθηκε να θρέφει και μέσα στην υπεροψία του και στο φτωχικό μυαλό του, βρισκόταν η πραγματικότητα, η φωτιά που τον έκαιγε και τον καψάλιζε σε πάθη και αλήθειες που δεν ήθελε να γνωρίζει. Και το ζάρι κινούταν γρήγορα.

«Θέλω να κάνω τα πιο όμορφα πυροτεχνήματα» είχε μονολογήσει με πάθος και με θάρρος αφήνοντας τον εαυτό του εκτεθειμένο στις προσβολές ή στα επιχειρήματα ή στην δυσκολία ή στην χαιρεκακία των άλλων. Και ο στόχος του υψώθηκε και το όνειρο θέριωσε τόσο πολύ που θαρρείς θα έτρωγε και τον ίδιο. Και έψαξε περισσότερο.

 

Δασκαλεύτηκε απο αγενείς δασκάλους και βάλθηκε να ψάχνει ένα παλιό βιβλίο με χαμένες συνταγές ξεσκισμένες απο τον χρόνο και απο όλους αυτούς τους επίδοξους μαθητευόμενους που το αναζητούσαν, ενας εκ των οποίων είναι και ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας.

Οι γονείες ήταν στο πλάι του με ευγενικές κουβέντες μα πάντα ανήσυχοι με την εξέλιξη, παρόλα αυτά γεμάτοι τρόμο με τα όσα μπορούσε να ομολογήσει το σκοτάδι που ‘διωχνε το φως των πυροτεχνημάτων του.

 

Αλλά συνέχισε να βαδίζει, να τρέχει και να προσπαθεί να βρει το βιβλίο που τόσο αναζητούσε, όλη την πηγή της χαράς του που μετέπειτα θα ήταν κι η ίδια απλά ένα βάσανο φευγάτο απο ότι του ‘χε δείξει μέχρι τότε το σύμπαν, απο ότι του είχε ανακαλύψει η αλήθεια που φοβόταν.

 

Και όλοι ήταν φοβισμένοι γιατί τίποτα δεν ήταν αγνό πλέον και τα πάντα πίσως τους ήταν αυτά που θα τους έσβηναν κάθε χαρά της απόκτησης που είχαν, όσο παράνομη ή αναιδέστατη ήταν.

Και το ζάρι κυλλούσε.

Και το βιβλίο βρέθηκε.

Βάλθηκε να κάνει συνταγές που δεν είχε φανταστεί με πειράματα στα οποία έχανε το μυαλό του λίγο λίγο με απέχθεια με την κάθε σκέψη.

Άραγε  τι είχε κάνει και ήταν καλύτερος απο όλους τους άλλους; Ή μάλλον τι δεν είχε κάνει. Τι ήταν αυτό που τον έκανε ξεχωριστή νιφάδα, αν τον έκανε; Ίσως η πραγματικότητα του. Αλλά δεν ήταν καλύτερος και αυτό το συνειδητοποίησε με αηδία και οργή. Με την θλίψη να σφυρίζει το δρεπάνι της πάνω απο το κεφάλι του. Ήταν ο χειρότερος.

Ρημαγμένος με κάθε ιδέα που του έφερνε στο μυαλό την καλόσύνη και όλες τις προθέσει που του έφερνε αυτή η συμπαντική γραμμή που ενώνει τα πάντα στο πέρασμα της και όλες τις ενώσεις που κάνουν τα κβάντα που είναι μονάχα κόκκοι σκόνης στον απογευματινό ήλιο του σπιτιού του.

 

Ναι. Ήταν ο χειρότερος με τα πάθη να ακολουθούν σε παρέλαση και να ξεφεύγουν μέσα στα πυροτεχνήματα του. Όλα μια νοητή γραμμή ανάμεσα στο φεγγάρι και τον ήλιο με τα αστέρια να σβήνουν πίσω απο κάθε ουρά κάθε φλεγόμενου τόξου που σφυρηλατούσε ο ίδιος.

 

Ζήλια, φθόνος, υπεροψία, όλα καμωμένα στο μυαλό του σαν ένα κράμα αγνής πίστης στον ίδιο του τον εαυτό και αυτό που τον έκανε να ξεχωρίζει να τον εγκαταλείπει πνιγμένος απο το πάθος του, απο το όνειρο του να γίνει και καλύτερος να κάνει το καλύτερο μεγαλύτερο, πολυδιάστατο, χρονοβόρο πυροτέχνημα που γεννήθηκε ποτέ. Και ήταν ο χειρότερος.

 

Και ξυπνησε ένα βράδυ με την σκέψη πως όντως ήταν ο χειρότερος και έκλαψε μέσα στην σιωπή της νύχτα και στα κοιμισμένα χαμόγελα αγάπης των γονιών του. Ναι, ήταν ο χειρότερος. Μα τα πυροτεχνήματα γίνηκαν ακόμα καλύτερα.

 

Και γινόταν περισσότερο και περισσότερο καλύτερα με όλους να ζητωκραυγάζουν για τον δικό τους ήρωα, σμιλευμένο στον μικρό κόσμο του χωριού τους ως κάτι ξεχωριστό. Γινόμενος ο ίδιος η ξεχωριστή χιονονιφάδα που ήλπιζε πως γεννήθηκε να είναι όπως γεννήθηκε και ο καθένας. Και δεν φοβόταν πλέον.

 

Μουτζούρωνε τα χέρια του, τα ρούχα του, το πρόσωπο του και συνέχιζε να γίνεται καλύτερος και καλύτερος και χειρότερος συνάμα σε μια εντελώς άλλη διάσταση απο αυτή που πρόσταζε το είναι του να διαφεντεύει.

«Θέλω να γίνω ο καλύτερος πυροτεχνούργος που βαδίζει σε αυτόν τον κόσμο.»

Ήταν η καινούρια φράση που τον πλημμύρισε με νέο κόπο και νέο ταξίδι στο φως του. Και η νύχτα κάθε βράδυ στο χωριό του φωτιζόταν με μανιτάρια, δέντρα, φυτά και κάθε λογής σχήματα. Μέχρι που και το φεγγάρι φαινόταν απλά μια αδίστακτη τελεία στο σκοτάδι. Και απομακρύνθηκε.

 

Περπάτησε κι άλλο κι έπειτα λίγο ακόμα και έγινε καλύτερος και καλύτερος και χειρότερος, ακόμα με μίσος για τους γύρω τους και απειλή για την μοναδικότητα που βάλθηκε απο τον Θεό τον ίδιο να κουβαλάει στα δυο του πόδια σε ολάκερη την γη.

 

Και τα πυροτεχνήματα έγιναν ομορφότερα. Το ζάρι στριφογυρνούσε γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα και είχε χαθεί απο τα μάτια του απο την ταχύτητα αλλά το ένιωθε να γυρίζει ακόμα. Και τότε μέσα απο ανήσυχα χαμόγελα και αθώες καλοκάγαθες ματιές άλλαξε ξανά η φράση.

«Θέλω να κάνω ένα πυροτέχνημα που άλλο όμοιο του δεν υπήρξε και άλλο όμοιο του δεν θα βρεθεί ποτέ.»

Και κάθισε μερόνυχτα ολόκληρα και δούλεψε πάνω σε ένα πυροτεχνημα φαντασμαγορικό, υπέροχο, πανέμορφο, παρανοικά ασυνήθιστο, αγνά καλοφτιαγμένο. Και όλοι οι χωριανοί ηρέμησαν, τα ζώα δεν βόγγηξαν απο φόβο για λίγο.

 

Το σκοτάδι ήρθε και παρέμεινε τις νύχτες και όλα δείχναν πως ο φιλόδοξος πυροτεχνουργός είχε σταματήσει, πως η σάρκα του είχε σκοροφαγωθεί με την πραγματικότητα και η φωτιά του είχε σβήσει τρεμοσβήνοντας απο την καθημερινότητα και τους μπελάδες και τους κόπους και όλα αυτά που έτρεχαν συνάμα αποσπώντας την προσοχή όλως όσων δεν είχαν πυροτέχνημα να φτιάξουν.

 

Και δεν ανησύχησαν άλλο, παρά συνέχισαν να χαμογελούν και να τον χαιρετάνε όταν τον έβλεπαν με την ανάμνηση των δημιουργιών του στο μυαλό τους σαν μια ευχάριστη μεν ανάμνηση, ενόχλητική και κουρασμένη συνήθεια δε.

 

Τον έβλεπαν να περπατά στον δρόμο και τον χαίρετούσαν καλοκάγαθα και πραγματικά ειλικρινά, γιατί δεν ήταν κακός, παρά ήταν μονάχα ο χειρότερος όλων, δίχως να το βλέπουν και δίχως να το βλέπει και ο ίδιος μέσα στο αφελές θάρρος του και στην σκέψη του μεγαλύτερου πυροτεχνήματος που θα βλεπε ποτέ ο κόσμος.

Και τότε, ένα βράδυ που όλοι κοιμόταν ο πυροτεχνουργός, κουβάλησε στον λόφο του χωριού ένα μεγάλο πανέμορφο, πολύπλοκο, καλύτερο πυροτέχνημα απο όσα είχαν ποτέ δημιουργηθεί και απο όσα θα δημιουργούταν ποτέ στον κόσμο.

 

Το έστησε με αγάπη και επιμέλεια, όμως με κόπο γιατί ήταν μεγαλύτερο κι απο το μπόι του, σχεδόν τόσο μεγάλο όσο η φιλοδοξία ή η ματαιοδοξία ή το όνειρο του. Άναψε ένα σπίρτο και του βαλε φωτιά. Το φυτίλι κάηκε τόσο γρήγορα που βάλθηκε να προφτάσει την ανάσα των θεών και έπειτα το πυροτέχνημα εκτοξεύτηκε σε μπλέ φωτιά, έφθασε στον ουρανό και έσκασε.

 

Η νύχτα γίνηκε μέρα και φώτισε την πλάση με μπλέ, πορφυρό, πράσινο, χρυσό και λευκό χρώμα καθώς χιλιάδες ουρές βάλθηκαν να πέφτουν πάνω απο όλο το χωριό σαν βροχή απο σουσαμένια αστέρια και μια μετά την άλλη οι φλόγες έγλειψαν τις σκεπές των σπιτιών και αυτά λαμπάδιασαν σε μια θάλασσα φωτιάς.

 

Τέτοιο πυροτέχνημα δεν ξαναδε κόσμος και όλο το χωριό κάηκε και οι χωρικοί κάηκαν και οι γονείς του πυροτεχνουργού κάηκαν και ο πυροτεχνουργός ο ίδιος λαμπάδιασε ουρλιάζοντας και κάηκε και αυτός. 

 

Με ένα διεστραμένο χαμόγελο της λύτρωσης στα χείλη του, οτι τα είχε καταφέρει και είχε φτιάξει το μεγαλύτερο πυροτέχνημα που κόσμησε τον ουρανό και δεν είχε αποτύχει και τα είχε καταφέρει και ολάκερο το σύμπαν προσκύνησε την δημιουργία του και οι θεοί οι ίδιοι τον χειροκρότησαν μέσα απο τριζάτα φλεγόμενα ξύλα που φώτιζαν τον τόπο απο άκρη σε άκρη.

 

Και όλα έγιναν στάχτη και κανείς δεν σώθηκε και ο πυροτεχνουργός έμεινε καψαλισμένα κόκκαλα και ανάμνηση φωτός μέσα στην νύχτα. Και το ζάρι κύλησε λίγο ακόμα, έπειτα σταμάτησε και έμεινε επιτέλους ακίνητο.

 

 

Γράφει ο Στάθης Μπαλτουμάς

 

Thessaloniki Arts and Culture 

 

 

Διαβάστε επίσης

Close